- κοψιχος
- κόψιχοςκόψῐχοςὅ Arph. = κόσσυφος См. κοσσυφος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόψιχος — κόψιχος, ὁ (Α) 1. ο κότσυφας 2. είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kops(o) , η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. kosu «κοτσύφι» (< *kopso ) και εμφανίζει κατάλ. ι χος (πρβλ. μείλ ι χος). Ο τ.… … Dictionary of Greek
κόψιχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοψίχοισιν — κόψιχος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοψίχου — κόψιχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοψίχους — κόψιχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοψίχων — κόψιχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοψίχῳ — κόψιχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόψιχοι — κόψιχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
кос — скворец , диал. (Даль), укр. кiс, род. п. коса, русск. цслав. косъ κόσσυφος, болг. кос, сербохорв. ко̑с, мн. ч. ко̏сови, словен. kọ̑s, чеш., польск., в. луж., н. луж. kos. Родственно атт. κόψιχος, греч. κόσσυφος черный дрозд ; см.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κόσσυφος — ο (ΑM κόσσυφος) κότσυφας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόψιχος] … Dictionary of Greek
κότσυφας — Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων παμφάγων πτηνών του γένους Turdus, της οικογένειας των τουρδιδών. Πολύ κοινό είδος στην Ευρώπη είναι το μαύρο κοτσύφι (Turdus merula), μήκους περίπου 26 εκ., με τα 12 εκ. να ανήκουν στην ουρά. Το αρσενικό έχει… … Dictionary of Greek